- σταγονῖτις
- στᾰγον-ῖτις, ιδος, ἡ,= χαλβάνη, Plin.HN12.126.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταγονίτις — ίτιδος, ἡ, Α ο ρητινώδης οπός τού συριακού φυτού νάρθηξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταγών, όνος + επίθημα ῖτις (πρβλ. σελην ῖτις)] … Dictionary of Greek